Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Μαλοτήρα


Η Μαλοτήρα που χάνεται…και… μια απόπειρα διάσωσης


Του Δρ. Κώστα Δ. Οικονομάκη, Γεωπόνου Ερευνητή
Sideritis syriaca L. Η μαλοτήρα μας … για τους βοτανικούς
Sideritis syriaca L. Η μαλοτήρα μας … για τους βοτανικούς
Μπορεί να μη την αναγράφουν στα «κόκκινα βιβλία» σαν απειλούμενο είδος αλλά εμείς που μεγαλώσαμε παρέα με το άρωμα και τη γλυκιά γεύση της, εμείς που την καμαρώσαμε στολίδι των βουνών μας, νοιώθουμε την «απειλή της εξαφάνισης» συγκρίνοντας την όψη της «μαδάρας» του χθες με αυτή του σήμερα.
Ο λόγος για τη «μαλοτήρα».
Η μαλοτήρα ήταν πάντα βοτάνι φαρμακευτικό αλλά και πρωινό ρόφημα για τους κατοίκους της Δυτικής Κρήτης όπου φυτρώνει στα  βουνά της (Λευκά ‘Όρη και Ψηλορείτης) σε υψόμετρο πάνω από 900μ, ενώ λείπει από την Ανατολική Κρήτη με αποτέλεσμα η χρήση της εκεί να απλωθεί μετά τον τελευταίο πόλεμο.
Οι Βενετοί κατακτητές της Κρήτης έμαθαν από τους Κρητικούς τη χρήση του φυτού κατά των κρυολογημάτων, στις παθήσεις του στομάχου και τις παθήσεις του αναπνευστικού και της έδωσαν το όνομα «maletira» από την ιταλική λέξη male = αρρώστια και το ρήμα tirare= σύρω εκφράζοντας έτσι την εκτίμηση τους στις θεραπευτικές ιδιότητες του κρητικού φυτού. Σύμφωνα με την ετυμολόγηση αυτή ίσως θα πρέπει να αλλάξουμε την καθιερωμένη γραφή από «μαλοτήρα» σε «μαλοτίρα» για την ορθότερη απόδοση της ελαφρά παραφθαρμένης ιταλικής ονομασίας. Κατά μία άλλη ετυμολόγηση η λέξη προέρχεται από το μαλλωτός=μαλλιαρός, λόγω της εμφάνισης των φύλλων και στελεχών της που καλύπτονται από πυκνό χνούδι.
Ποιο ήταν το όνομα του φυτού για τους αρχαίους Κρητικούς και τους μετέπειτα μέχρι τη Ενετοκρατία δεν το γνωρίζουμε.
Παρά την ονομασία που του δόθηκε από τους βοτανικούς, Sideritis syriaca L., η μαλοτήρα δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη «Σιδηρίτιδα» των αρχαίων και του Διοσκουρίδη, του πατέρα της Φαρμακογνωσίας, που όπως υποστηρίζουν οι σχολιαστές του έργου του, με το όνομα αυτό  αναφέρεται σε άλλα είδη φυτών (Stachys κλπ) στα οποία απέδιδαν ιδιότητες θεραπευτικές για τραύματα από σιδερένια όπλα και εργαλεία, όσο για τοsyriacaαντί για cretica, αυτό οφείλεται μάλλον στη σύγχυση του βοτανικού που την ονομάτισε  και που έχοντας μαζέψει φυτά και από τη Συρία φαίνεται ότι κάποια ξαφνική φουρτούνα μετακίνησε τα δείγματα στο αμπάρι του πλοίου κατάφερε να αλλάξει «εθνικότητα» στα φυτά.
Την πίστη των κρητικών  στις θεραπευτικές ιδιότητες της μαλοτήρας ήλθε να δικαιώσει η σύγχρονη επιστημονική έρευνα που αποκάλυψε την παρουσία στο φυτό και στο «βραστάρι» πολύτιμων φλαβονοειδών ουσιών με ποικίλες φαρμακοδυναμικές δράσεις όπως διέγερση της καρδιακής λειτουργίας,
ελάττωση της πίεσης, κατά της ευθραυστότητας των τριχοειδών αγγείων, είναι διουρητικά, προφυλάσσουν από κρυοπαγήματα, ενώ στο αιθέριο έλαιο της έχουν απομονωθεί 34 ουσίες με διάφορες, αντιμικροβιακές κυρίως φαρμακευτικές ιδιότητες.
Όπως ήδη προαναφέραμε το φυτό αυτοφύεται στη Δυτική Κρήτη σε υψόμετρο 800-2000μ και όπως και η «συνοδός» του ματζουράνα
(Origanum  microphyllum L.) είναι ενδημικό φυτό της Κρήτης, δεν υπάρχει δηλαδή πουθενά αλλού στον κόσμο.
Σύμφωνα με τους βοτανικούς του χαρακτήρες είναι «πολυετής πόα ύψους έως 70εκ. με βλαστό αποξυλωμένο, όρθιο, απλό ή διακλαδισμένο. Φύλλα χνουδωτά, προμήκη, λογχοειδή, τα κατώτερα στενούμενα προς βραχύ μίσχο, τα ανώτερα επιφυή οξύληκτα. ‘Άνθη κίτρινα.»
Και ήταν πραγματικά εντυπωσιακή η θέα των λουλουδιών της μαλοτήρας την εποχή της άνθησης (Iούνης-Ιούλης) να φαντάζουν σαν  απέραντο κίτρινο λιβάδι στις πλαγιές των Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη.
Ήταν, γιατί δεν υπάρχουν πια οι φυσικοί της πληθυσμοί στην έκταση που υπήρχαν ακόμα και πριν από 20 χρόνια.
Από τον Ψηλορείτη έχει σχεδόν εξαφανισθεί ώστε να ανησυχούν ακόμα και οι «εχθροί» της οι βοσκοί που διαπιστώνουν την απειλή ολοκληρωτικής εξαφάνισης και ζητούν βοήθεια για να τη σώσουν.
Στα Λευκά Όρη δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι έχει μείνει μόνο το 10% των πληθυσμών που υπήρχαν πριν από μια γενιά.
Το ξακουστό «μέλι της μαλοτήρας» εδώ και 5 χρόνια δεν παράγεται λόγω της δραματικής μείωσης των πληθυσμών του φυτού που τροφοδοτούσαν με τα άνθη τους τα μελισσοσμήνη.
Την έλλειψη της μαλοτήρας τη έχουν πια αντιληφθεί και οι αστοί όταν στην αγορά βρίσκουν αντ΄ αυτής «τσάϊ του βουνού» που έρχεται στην Κρήτη από την άλλη Ελλάδα ως υποκατάστατο αφού και αυτό ανήκει σε ένα από τα 8 είδη «Σιδηρίτιδος» που έχουμε στην Ελλάδα και που καλλιεργούνται σε διάφορες περιοχές της χώρας μας (Αρκαδία, Μαγνησία, Δ. Μακεδονία).
Και τα είδη αυτά είναι απειλούμενα όμως η καλλιέργεια  προστατεύει σε σημαντικό βαθμό τους φυσικούς πληθυσμούς αφού μπορεί, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να προσφέρει στην αγορά προϊόν εφάμιλλης ποιότητας με αυτό των  «άγριων» φυτών.
Γιατί όμως χάνεται η μαλοτήρα; Οι λόγοι είναι διάφοροι, όμως σαν πιο σημαντικούς μπορούμε να αναφέρουμε τη ληστρική εκμετάλλευση και το καθεστώς διαχείρισης των βοσκοτόπων.
Η διάνοιξη ορεινών δρόμων  διευκολύνει την προσπέλαση σε δυσπρόσιτους τόπους που υπάρχουν ακόμα φυσικοί πληθυσμοί της μαλοτήρας και τη μεταφορά του προϊόντος στην αγορά σε μεγάλες ποσότητες χωρίς δυσκολία. Η σχετική νομοθεσία που απαγορεύει τη συλλογή άγριων φυτών υπάρχει βέβαια αλλά οι «φύλακες έχουν γνώσιν»; Μήπως χρειάζεται η ψήφιση ενός νέου νόμου που θα επιβάλλει… την τήρηση των νόμων;
Η ύπαρξη των δρόμων αυτών επιτρέπει την ευχερή μεταφορά ζωοτροφών στους τόπους εκτροφής των αιγοπροβάτων  με αποτέλεσμα να παρατείνεται ο χρόνος παραμονής των κοπαδιών στα ορεινά και να επιβαρύνονται οι βοσκότοποι από την υπερβόσκηση, ενώ τα «αρτίβλαστα»  (νεαρά φυτά από σπόρους) και της μαλοτήρας και άλλων φυτών να καταστρέφονται νωρίς την άνοιξη από τα πατήματα των ζώων και  να εμποδίζεται έτσι η φυσική αναγέννηση.
Ο περιορισμός λοιπόν της μετακίνησης  των αιγοπροβάτων που αποτελούσε στόχο και επιδιώχθηκε με διάφορα διοικητικά μέτρα ζημίωσε  τα φυσικά οικοσυστήματα, που στην υποαλπική ζώνη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, προκάλεσε ελάττωση των πληθυσμών πολλών ειδών φυτών και τελικά λειτουργεί εις βάρος και της ποιμενικής αιγοπροβατοτροφίας.Το πρόβλημα όμως είναι αρκετά δύσκολο γιατί τα «χειμαδιά» του χθες είναι σήμερα προνομιούχα παραθαλάσσια οικόπεδα αν δεν έχουν ήδη μεταμορφωθεί σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα και πολυτελείς επαύλεις. Υπάρχει λοιπόν απαιτητική ανάγκη για την εκπόνηση, κατά περιοχή, σχεδίων διαχείρισης των βοσκοτόπων. Επίσης θεωρούμε ότι η αλλαγή του τρόπου επιδότησης των αιγοπροβάτων, αντί κατά κεφαλή εκτρεφομένου ζώου εάν γινόταν κατά μονάδα παραγόμενου προϊόντος (κρέας, γάλα, τυρί) θα οδηγούσε σε μείωση του αριθμού των εκτρεφομένων ζώων, βελτίωση της διατροφής και αύξηση της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου